ταξιαρχίας

ταξιαρχίας
ταξιαρχίᾱς , ταξιαρχία
office of taxiarch
fem acc pl
ταξιαρχίᾱς , ταξιαρχία
office of taxiarch
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Национальная гвардия Республики Кипр — Εθνική Φρουρά Эθники Фрура Национальная Гвардия Эмблема национальной гвардии Республики Кипр Страна …   Википедия

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… …   Dictionary of Greek

  • τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου …   Dictionary of Greek

  • Γκαμελέν, Μορίς Γκουστάβ — (Maurice Gustave Gamelin, 1872 – 1958). Γάλλος στρατιωτικός. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή του Σεν Σιρ το 1893 και από τη σχολή αξιωματικών του γαλλικού επιτελείου το 1899. Την περίοδο 1902 11 υπηρέτησε στο επιτελείο του Ζοφρ, ενώ το 1914… …   Dictionary of Greek

  • Γκαριμπάλντι, Τζουζέπε Πεπίνο — (Giuseppe Peppino Garibaldi, 1879 – 1950). Ιταλός στρατηγός. Γιος του Ριτσιότι Γκαριμπάλντι (βλ. λ.) και εγγονός του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (βλ. λ.). Πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και αργότερα ως αξιωματικός… …   Dictionary of Greek

  • Δόβας, Κωνσταντίνος — (Κόνιτσα Ηπείρου 1898 – Αθήνα 1973). Στρατιωτικός και υπηρεσιακός πρωθυπουργός (1961). Αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων (1918) και μετεκπαιδεύτηκε στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου (1933) και στη σχολή πολέμου του Παρισιού (1935). Πήρε μέρος στον Α’… …   Dictionary of Greek

  • Κατσώτας, Παυσανίας — (Σταμνά Μεσολογγίου1895 – Αθήνα 1991). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων στη Μακεδονία κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1942, μετά την κατάρρευση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”